- πολιάρχης
- πολιάρχ-ης, ου, ὁ,A = πολίαρχος 1, of Zeus, IPE12.183.10 (Olbia, ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολιάρχης — ὁ, ποιητ. τ. πτολιάρχης, Α (για τον Δία) πολίαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + άρχης*] … Dictionary of Greek
πολιαρχῶν — πολιάρχης masc gen pl πολιαρχέω to be praefectus urbi pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
υπατεία — Το αξίωμα των υπάτων στην αρχαία Ρώμη. Ο θεσμός της υ. ξεκίνησε το 509 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι αντικατάστησαν το βασιλιά με δυο αιρετούς άρχοντες των οποίων η εξουσία ήταν ετήσια και συλλογική. Οι άρχοντες αυτοί λέγονταν πραίτορες και εκλέγονταν… … Dictionary of Greek
πολιάρχου — πολίαρχος ruler of a city masc gen sg πολιάρχης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)